κλούβα

κλούβα
η
1. μεγάλο κλουβί.
2. φυλακή: Είναι στην κλούβα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κλούβα — η 1. μεγάλο κλουβί 2. (κατ επέκτ.) φυλακή 3. μεγάλο όχημα που χρησιμοποιεί η αστυνομία για τη μεταφορά συλληφθέντων ή κρατουμένων («χτες το βράδι έβαλαν στην κλούβα όσους νεαρούς βρήκαν στην πλατεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλουβί + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • κλούβιος — α, ο 1. (για τα αβγά) χαλασμένος, μπαγιάτικος 2. μτφ. ανόητος, χαζός («με το κλούβιο σου μυαλό τέτοια σκέφτεσαι») 3. φρ. «κλούβια κι άπιαστα» λέγεται ως αντιβασκανική ευχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλούβα με σημ. «κοτέτσι»] …   Dictionary of Greek

  • κρεμάθρα — η (Α κρεμάθρα) νεοελλ. 1. κρεμάστρα 2. ναυτικός κόμβος στο άκρο σχοινιού, θηλειά στη μια σπείρα τής οποίας κάθεται ο εργαζόμενος, ενώ με την άλλη στηρίζεται η μέση του αρχ. κοφίνι ή άλλο σκεύος, το οποίο κρεμούσαν ψηλά για να φυλάγουν τρόφιμα,… …   Dictionary of Greek

  • Α,α — Το γράμμα που παρέμεινε επικεφαλής του αλφαβήτου, σε όλη τη διάρκεια και τις φάσεις της ιστορίας του. Προήλθε από το πρώτο σύμβολο του φοινικικού αλφαβήτου, που είχε το γραμμικό σχήμα ⊄, δηλαδή περίπου το σχήμα της κεφαλής του ταύρου και… …   Dictionary of Greek

  • κλουβί — το μικρή κλούβα: Κάλλιο πουλάκι στο κλαδί παρά πουλάκι στο κλουβί (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”